- υπομνηματίζω
- ὑπομνηματίζω, ΝΑ [ὑπόμνημα, -ατος]συντάσσω ερμηνευτικές σημειώσεις σε κείμενα συγγραφέων, σχολιάζωαρχ.(κυρίως μέσ. και παθ.) ὑπομνηματίζομαια) συγγράφω απομνημονεύματα («τὰ δ' ἐν τῷ περὶ ψυχῆς διαλόγῳ ῥηθέντα κατ' ἰδίαν ὑπομνηματισάμενός σοι παρέξομαι», Πλούτ.)β) εκθέτω εγγράφωςγ) γράφω από μνήμης σημειώσεις σχετικά με γεγονότα, με συμβάντα («οἱ τὰ κατὰ καιροὺς ἐν ταῑς χρονογραφίαις ὑπομνηματιζόμενοι», Πολ.)δ) συγγράφω ερμηνευτικά σχόλια σε σύγγραμμα, ερμηνεύω, σχολιάζωε) συντάσσω πραγματεία σχετικά με ένα θέμα («περὶ τῶν ἐν τοῑς Πυρρωνείοις ὑπομνηματιζόμενοι διεξῄειμεν», Σέξτ. Εμπ.).
Dictionary of Greek. 2013.